- καταδικάζω
- (AM καταδικάζω) [καταδίκη]εκδίδω καταδικαστική απόφαση, κρίνω κάποιον ως ένοχο σε δίκη, επιβάλλω ποινή, τιμωρώνεοελλ.1. κρίνω εκ τών προτέρων την τύχη κάποιου («ο θεός τόν καταδίκασε να σέρνεται»)2. προδικάζω κακή έκβαση, προοιωνίζομαι κακό («οι γιατροί τόν έχουν καταδικάσει»)νεοελλ.-μσν.κατηγορώ, κατακρίνω, αποδοκιμάζω («καταδικάζω τις ενέργειες»)μσν.1. κατανικώ2. προκαλώ δεινά, καταστρέφω3. αναγκάζω κάποιον να κάνει κάτιαρχ.κρίνω ανεπιφύλακτα2. μέσ. καταδικάζομαια) ενεργώ έτσι ώστε να εκδοθεί απόφαση εναντίον κάποιουβ) επιτυγχάνω απόφαση ευνοϊκή για μένα3. παθ. καταδικάζομαιυπόκειμαι στον νόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + δικάζω (< δίκη)].
Dictionary of Greek. 2013.